//
vous lisez...
philosophie

Σημείωμα για το γλωσσάρι της μετάφρασης, του Κορνήλιου Καστοριάδη [1976]

la institucion imaginaria de la sociedad

Αφού δημιούργησε – και έδωσε στους άλλους – τη φιλοσοφία (όπως και την πολιτική και τη δημοκρατία), ο ελληνικός λαός έμεινε, για δεκαπέντε αιώνες, χωρίς φιλοσοφία. Δημιούργησε τη φιλοσοφία σημαίνει αχώριστα : δημιούργησε τη φιλοσοφική γλώσσα και τη γλώσσα της σκέψης ή, καλύτερα : δημιούργησε τη γλώσσα του σαν γλώσσα που εμπεριέχει και εγκυμονεί τη φιλοσοφική ερώτηση και σκέψη. Μια γλώσσα που παράγει το πράγμα από το πράττω, όπου το φαίνομαι διατρέχει όλο το σημασιακό ημικύκλιο που αρχίζει από το « λάμπω μέσα στην αναμφισβήτητη αυτόφωτη παρουσία » μέχρι το εκ διαμέτρου αντίθετο, « απλώς εμφανίζομαι, αλλά αληθινά δεν υπάρχω », όπου κρίνω σημαίνει αρχικά « χωρίζω », όπου λόγος , εκτός από τις σχεδόν αναρίθμητες άλλες σημασίες του, ενώνει και το « περιεχόμενο » της σκέψης και τη « γλωσσική έκφρασή » της και τη « δύναμη » του ανθρώπου να μιλάει/σκέπτεται – παραδείγματα που θα μπορούσαν εύκολα να γεμίσουν σελίδες και η συζήτησή τους τόμους. Μια τέτοια γλώσσα, κατά τέτοιο τρόπο, είναι ήδη δυνάμει φιλοσοφία.

Αυτή η δυνάμει φιλοσοφία έγινε έργω φιλοσοφία ταυτόχρονα με τη γέννηση της πολιτικής από το τέλος του έβδομου αιώνα π.Χ. Η πάλη μέσα στην πόλη και η αμφισβήτηση της θεσμισμένης πολιτικής τάξης εκρήγνυνται την ίδια « στιγμή » και εκφράζουν την ίδια ανατρεπτική δημιουργία με τη φιλοσοφική ερώτηση, δηλαδή την αμφισβήτηση των θεσμισμένων σημασιών και της κοινωνικά εγκαθιδρυμένης (μυθικοθρησκευτικής) τάξης του κόσμου.

Έτσι αρχίζει μια καινούργια ιστορική περίοδος, που, με μια έννοια, συνεχίζεται ως σήμερα. Για να μείνω στα όρια του « στενού » χώρου που θέλει να καλύψει αυτό το σημείωμα, θα σημειώσω μόνο ότι οι ίδιες οι λέξεις και οι ιδέες αναπόσπαστα : φιλοσοφία, λογική, ιδέα, θεωρία, μαθηματική, φυσική, πολιτική, δημοκρατία, και τόσες άλλες κεντρικές, θεμελιακές, δεν υπάρχουν, καθόσο γνωρίζω – και ίσως δε θα υπήρχαν ποτέ; – σε άλλες γλώσσες παρά μόνο σαν λέξεις/ιδέες παρμένες από τα ελληνικά, χωρίς να μιλήσουμε για την ίδια την κίνηση της σκέψης – την απέραντη ερώτηση.

Για τη γλώσσα αυτή, για τον « υλικό » (λεξιλογικό-σημασιακό) της πλούτο, μετά από τέσσερις, και είκοσι τρεις, αιώνες φιλολογικής δουλειάς, ο μεγάλος Γερμανός φιλόλογος και εκδότης των προσωκρατικών Ντιλς διαπίστωνε το 1905 ότι ο πλούτος της (που τον υπολόγιζε, σταματώντας στον πέμπτο μ.Χ. αιώνα, δεκαπλάσιο από της λατινικής) έκανε αδύνατη τη σύνταξη ενός ελληνικού θησαυρού κι ότι ένας τέτοιος θησαυρός, αν μπορούσε να πραγματοποιηθεί, θα έφτανε τους 120 τόμους και συνεπώς θα ήταν πραχτικά άχρηστος. Αυτή η γλώσσα, σαν ζωντανή, ακατάπαυστη, δημιουργία του ελληνικού λαού, εξακολούθησε να πλουτίζεται, να αναπτύσσεται, να αλλοιώνεται, μένοντας ταυτόχρονα, κατά κάποιο τρόπο, μία και η ίδια γλώσσα.

Και όμως : απ’τη στιγμή που προσπαθεί κανείς να γράψει ένα αφηρημένο κείμενο, διαπιστώνει την τρομερή ένδεια της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας, από την άποψη των όρων, του λεξιλογίου. Αυτή η κατάσταση έχει έναν « εσωτερικό » και έναν « εξωτερικό » λόγο, και οι δυο είναι προφανείς. Ο εσωτερικός είναι η σχεδόν πλήρης διακοπή, αφάνιση, της αφηρημένης, φιλοσοφικής σκέψης, από τους τελευταίους νεο-πλατωνικούς του τέταρτου πέμπτου αιώνα μ.Χ. ως τη σημερινή εποχή. Η κληρονόμηση της ελληνικής φιλοσοφίας απ’τη Δύση και κατόπιν, η δυτικο-ευρωπαϊκή φιλοσοφική αναγέννηση και δημιουργία βάδισαν, όπως είναι αυτονόητο, παράλληλα με τη δημιουργία και όρων και ιδεών, αδιάκοπα από τον Ντανς Σκοτ μέχρι τον Χάιντεγκερ. Ελάχιστοι απ’αυτούς τους όρους μεταφράστηκαν ή αποδόθηκαν στα σύγχρονα ελληνικά – και σχεδόν πάντα από ανθρώπους που δεν ήταν φιλόσοφοι, δηλαδή δεν σκεφτόντουσαν φιλοσοφικά. Είναι περιττό να ξαναϋπογραμμίσω ότι σκέψη και γλώσσα είναι αδιάσπαστες και αχώριστες. Όσο δε μπορεί να υπάρξει φιλοσοφική σκέψη χωρίς φιλοσοφική γλώσσα, άλλο τόσο δε μπορεί να υπάρξει φιλοσοφική γλώσσα χωρίς φιλοσοφική σκέψη – ούτε ανανέωση της φιλοσοφικής ορολογίας χωρίς ανανέωση της φιλοσοφικής δημιουργίας. Κατά συνέπεια, ήταν περισσότερο από απίθανο οι καθηγητές της « Φιλοσοφικής » Σχολής του Αθήνησι Εθνικού και Καποδιστριακού να συντελέσουν στην αναγέννηση μιας σύγχρονης ελληνικής φιλοσοφικής γλώσσας.

Ο « εξωτερικός » λόγος φαίνεται αμέσως, αν σκεφτούμε την μόνη άλλη γλώσσα που υπήρξε όργανο και φορέας μιας φιλοσοφικής δημιουργίας, που να μπορεί να σταθεί, κατά κάποιο τρόπο, πλάι στην αρχαία ελληνική : τη γερμανική. Η γερμανική φιλοσοφική γλώσσα χρησιμοποιεί τρεις γλωσσικούς θησαυρούς, τον γερμανικό, τον λατινικό και τον ελληνικό. Και γενικότερα : οι ξένες γλώσσες έχουν πάρει και χρησιμοποιούν περίπου όλες τις (αρχαίες) ελληνικές ρίζες, πλάι στις δικές τους (κι όσες δεν τις είχαν ήδη πάρει, τις παίρνουν συνεχώς : κάθε χρόνο δημιουργούνται δεκάδες καινούργιοι, διεθνείς επιστημονικοί και αφηρημένοι όροι, περίπου όλοι παράγωγα ελληνικών ριζών). Στην Ελλάδα επικράτησε, για εκατόν πενήντα χρόνια, ένας ανόητος πουρισμός, παλιότερα καθαρευουσιάνικος, που απαγόρευε τη χρησιμοποίηση άλλων ριζών εκτός από μερικές αρχαίες ελληνικές, υστερότερα δημοτικιστικός, που απαγόρευε τη χρησιμοποίηση αρχαίων ελληνικών ριζών. Έτσι γινήκαμε φιλοσοφικά κωφάλαλοι.

Η ταυτότητα και αυτότητα μιας γλώσσας δεν κρίνεται απ’την προέλευση μερικών ριζών. Βρίσκεται στο καθολικό πνεύμα της γλώσσας, στη ζωή της, στην ικανότητά της να αφομοιώνει, να πλουτίζεται, να αλλάζει μένοντας « η ίδια ». Ο Καβάφης γράφει ελληνικά, κι όταν ενσωματώνει αυτούσια κομμάτια από αρχαία κείμενα, κι όταν χρησιμοποιεί εξω-ελλαδικούς, πολίτικους και αλεξανδρινούς μανιερισμούς. Ασφαλώς γράφει πιο ελληνικά από τον Καζαντζάκη της « Οδύσσειας », που γράφει (απ’την άποψη του λεξιλογίου) « κρητικά » και όχι ελληνικά.

Την ταυτότητα και αυτότητα της ελληνικής γλώσσας σαν ζωντανής γλώσσας, που ακατάπαυστα αναπτύσσεται και αλλοιώνεται απ’τον Όμηρο ως σήμερα, την αποδείχνουν αρκετά και η εξέλιξη των γραμματικών και συντακτικών τύπων καί η ταυτότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας των ριζών καί η « συνέχεια » της σημασιακής παραγωγής και περιπλάνησης (dérivation και dérive). Η νεοελληνική σημασία του δουλεύω, δουλειά, παραπέμπει κατ’ευθείαν στον Αριστοτέλη και γενικότερα στην αρχαία ελληνική αντίληψη για την « υλική », χειρωναχτική, « βάναυση » εργασία, σαν κάτι που είναι ανάρμοστο με την ελευθερία του ανθρώπου (κι αυτή η αντίληψη είναι περίπου το μόνο ουσιαστικό που έχει να πει ο Μαρξ για το « ανώτερο στάδιο του κομμουνισμού » : η αληθινή ελευθερία είναι ασυμβίβαστη με τη « δουλειά », προϋποθέτει τον περιορισμό της στο ελάχιστο της « ημέρας δουλειάς ». Διαβάστε δουλεία αντί για δουλειά, και βλέπετε πως η ιδέα είναι μια ταυτολογία – σφαλερή άλλωστε, όπως προσπάθησα να το δείξω αλλού). Την αποδείχνει ακόμα η εμμονή μεταφορικών χρησιμοποιήσεων. Όπως το παρατήρησε, από πολλά χρόνια, ο Βασίλης Γόντικας, καί οι ομηρικοί ήρωες καί οι σημερινοί μάγκες στήνουν μηχανές, καί ο Θεμιστοκλής καί ο Βενιζέλος έρχονταν στα πράματα (μεταφορά που δείχνει ακόμα πως για τους Έλληνες το κατ’εξοχήν πράμα δεν είναι το διαβόητο « τραπέζι » των εγχειριδίων φιλοσοφίας αλλά η πολιτική εξουσία – κι αντίστροφα πως το πολιτικό είναι πράμα, πράξη/πραττόμενο). Κι αυτού του είδους τα παραδείγματα θα μπορούσαν εύκολα να πολλαπλασιαστούν.

Σήμερα χρειαζόμαστε, επί ποινή κωφαλαλίας ή ασφυξίας, ένα πλήθος καινούργιους όρους. Από πού θα βγούν, από πού θα τους πάρουμε, πώς θα τους δημιουργήσουμε; Και ειδικότερα, όταν πρόκειται για τη γλώσσα την « αφηρημένη » –  της φιλοσοφίας και της κοινωνικο-ιστορικής σκέψης;

Αν οι φίλοι μεταφραστές, που επωμίσθηκαν την άχαρη δουλειά της μεταγλώττισης αυτού του βιβλίου, κι εγώ ο ίδιος, είχαμε μπροστά μας μερικές δεκάδες χρόνια, για να βυθιστούμε στο σύνολο των ελληνικών γλωσσικών μνημείων, απ’τον Όμηρο και τους ορφικούς ως τα Καλιαρντά του Ηλία Πετρόπουλου, περνώντας από τα Βασιλικά, τον Τζέτζη και τα δημοτικά τραγούδια, θα προσπαθούσαμε – ίσως – ν’ανακαλύψουμε ρίζες και χρήσεις που να επέτρεπαν την παραγωγή καινούργιων , « καθαρά ελληνικών », όρων. Δεν τις έχουμε. Κι αν τις είχαμε, το ενδεχόμενο αποτέλεσμα θα συναντούσε τις ίδιες δυσκολίες πολιτογράφησης στη σύγχρονη ελληνική  και τις ίδιες αντιρρήσεις, που θα συζητήσω πιο πέρα.

Δεν βλέπω παρά τρεις πηγές και μεθόδους για τη δημιουργία καινούργιων αφηρημένων όρων στα σύγχρονα ελληνικά.

Η πρώτη είναι η χρησιμοποίηση ελληνικών (και, ιδιαίτερα, αρχαίων) λέξεων, που αποφασίζουμε να τους δώσουμε μια παραπλήσια ή συγγενική σημασία. Έτσι, π.χ., προτείνω τον όρο φάτις σαν απόδοση του γαλλικού langue, με την ιδιαίτερη και άλλη από την τρέχουσα έννοια που του δίνω, σε αντιδιαστολή με τον κώδικα, τα δυο μαζί, αχώριστα, απαρτίζουν τη γλώσσα (langage).

Η δεύτερη είναι η παραγωγή, σύμφωνα με τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας, νέων όρων από ρίζες που υπάρχουν. Έτσι, π.χ., προτείνουμε τους όρους ενδοβολή (introjection), εργαλειακός (instrumental), ειδωλικός (spéculaire), ιδιόσωμα (corps propre) κ.τλ.

Και οι δυο αυτές μέθοδοι θα συναντήσουν, υποθέτω, την αντίδραση των πουριστών της δημοτικής.

Η τρίτη μέθοδος είναι η χρησιμοποίηση ξένων, και ιδιαίτερα λατινικών, ριζών με εξελληνισμένη μορφή. Εδώ, υποθέτω, θα συναντήσουμε τη βιαιότερη αντίδραση. Το να χρησιμοποιούν ελληνικές ρίζες και αυτούσιες ελληνικές λέξεις οι ξένοι, ταιριάζει στους ξένους – που είναι, ως γνωστόν, κατώτερα όντα. Πώς τολμάτε να προτείνετε να χρησιμοποιήσουμε ξένες ρίζες εμείς, που είμαστε Έλληνες;

Λέμε πως είμαστε Έλληνες – και λέμε πως το Βυζάντιο είναι μια φάση της ελληνικής ιστορίας. Αν είναι έτσι, τότε και η γλώσσα του είναι μια φάση της ελληνικής ιστορίας – ή όχι; Γιατί, λοιπόν, δεν λέμε ασηκρήτις, φίσκος κ.λπ ; Γιατί πρέπει να εξοβελισθούν απ’την ελληνική γλώσσα οι χιλιάδες λατινικές λέξεις, που πολιτογραφήθηκαν στα βυζαντινά ελληνικά; Και γιατί όχι όλες; Λίγη συνέπεια, Αύγουστε, ετούτο τον Οκτώβριο μήνα. Το σπίτι της λογικής σας μού φαίνεται μάλλον μπορντέλο. Και όταν θα πάτε στον Παράδεισο, ζητήστε απ’τον Παντοδύναμο να καταργήσει την περσική αυτή λέξη.

Δεν είναι ανάγκη να πολλαπλασιάσει κανείς τα παραδείγματα. Οι λατινικές, φράγκικες, ιταλικές, αραβικές και τουρκικές λέξεις στα σύγχρονα ελληνικά είναι χιλιάδες – και χωρίς αυτές δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε. Αυτή η εισαγωγή ξένων ριζών έχει αρχίσει από πανάρχαιους χρόνους, δεν εσταμάτησε ποτέ, συνεχίζεται σήμερα. Για τους πουριστές επιτρέπεται σε όλους τους άλλους τομείς, αλλά όχι στη γλώσσα της αφηρημένης σκέψης. Γιατί; Παράδεισος, μπορντέλο, χερουβείμ, πουτάνα, μπάσταρδος, σεραφείμ, μούλος, τσιφτετέλι κ.λπ είναι νόμιμες ελληνικές λέξεις. Αλλά ρασιοναλισμός ή φορμαλισμός, π.χ., είναι ύποπτες. Φόρμα, φιγούρα, μοντέλο επιτρέπονται στην « καθημερινή » τους χρησιμοποίηση, αλλά όχι για την έκφραση αφηρημένων εννοιών. Πού είναι η λογική;

Πότε μια λέξη είναι ελληνική; Όταν τη χρησιμοποιεί ο ελληνικός λαός. Μα ο λαός δεν κάνει, άμεσα, φιλοσοφία και, ούτε άμεσα ούτε έμμεσα, πυρηνική φυσική ή μοριακή βιολογία. Έλεγε ο αρχαίος ελληνικός λαός εντελέχεια ή μετακόσμια ; Λέει ο ελληνικός λαός σήμερα πρωτόνιο, ηλεκτρόνιο, θερμοδυναμική, χρωματόσωμα κ.λπ.; – Όχι αλλά οι λέξεις αυτές είναι ελληνικές. – Λάθος : οι λέξεις αυτές είναι φράγκικες. Δεν τις έφτιαξε ούτε ο ελληνικός λαός ούτε Έλληνες επιστήμονες. Τις έφτιαξαν Φράγκοι χρησιμοποιώντας ελληνικές ρίζες – και τις ξαναδανειζόμαστε σήμερα εμείς, δηλαδή οι ειδικοί. Οργανισμός δεν είναι « ελληνική » λέξη, την έφτιαξαν οι Φράγκοι στον 18ο αιώνα και την ξαναπήραν οι δικοί μας λόγιοι. Συμπέρασμα : έχουμε το δικαίωμα να δανειζόμαστε απ’τους ξένους ξένες λέξεις, με τον όρο να τις έχουν φτιάξει οι ξένοι από ελληνικές ρίζες. Ειδάλλως, όχι. Αποτέλεσμα : θα μας λείπουν πάντα όροι. Γιατί, βέβαια, οι Γερμανοί, π.χ., που έχουν ήδη Gestalt, Form, Figur κ.λπ., δεν θα προσφύγουν στο ελληνικό μορφή, παρά αν πρόκειται να του δώσουν διαφορετική σημασία ή απόχρωση απ’αυτές τις λέξεις.

Η λέξη μπάνιο είναι καθιερωμένη στα σύγχρονα ελληνικά. Είναι « ελληνική »; Όχι, την πήραμε από τους Φράγκους. Και οι Φράγκοι; Οι Λατίνοι λέγανε balneum. Balneum προέρχεται από το ελληνικό βαλανείον. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι η λέξη είναι « ελληνική » – αλλά αυτό θα ήταν λάθος. Η λέξη είναι φράγκικη, δεν μεταμορφώθηκε, μέσα στην εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, το βαλανείον σε μπάνιο. Το βαλανείον εξαφανίστηκε – και πολύ αργότερα δανειστήκαμε το μπάνιο.

Το να αρνηθεί κανείς τις λατινικές, φράγκικες, τούρκικες κ.λπ. λέξεις και ρίζες που αφθονούν στα σύγχρονα ελληνικά, ισοδυναμεί, στο όνομα ενός ηλίθιου εθνικισμού, με το να απαρνηθεί είκοσι αιώνες ιστορίας του ελληνικού λαού. Αυτό μπορούν να το επιδιώκουν μόνο άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν τί θα πει ιστορία – και, ιδιαίτερα, που ποτέ τους δεν κατάλαβαν αυτή την αδιάκοπη αιματηρή συνουσία, που είναι, από χιλιάδες χρόνια, η ιστορία του μεσογειακού χώρου μ’όλους αυτούς τους λαούς που δάνεισαν και δανείστηκαν, έδωσαν και πήραν, έσφαξαν και σφαχτήκανε, βίασαν και βιάστηκαν, αλλά και αλληλοφιλοξενήθηκαν, χορέψανε και γλέντησαν και φάγανε μαζί. Η ελληνική ιστορία είναι καί το στάρι απ’τη Σκυθία καί τα ελληνικά αγγεία στην Άπω Ανατολή, καί ο Πλάτωνας στην Αίγυπτο, καί ο Αλέξανδρος στην Σαμαρκάνδη, καί ο Μόμμιος στην Κόρινθο, καί ο Μουχαμέτης στην Πόλη, καί οι τυφλωμένοι Βούλγαροι, καί η σφαγή της Σμύρνης. Αυτή την ιστορία την απαρνιούνται, στο γλωσσικό πεδίο, οι πουρίστες. Το αστείο είναι ότι αυτό γίνεται στο όνομα της « ελληνικότητας ». Αστείο διπλό. Γιατί η « ελληνικότητα » του Αισχύλου βρίσκεται καί στο γεγονός ότι, μέσα στους Πέρσες, δεν υπάρχει ούτε μια λέξη μίσους ή περιφρόνησης ή υποτίμησης απέναντι σ’αυτό το λαό, με τον οποίον ο ποιητής δεν έχει τίποτα να μοιράσει και που τον παριστάνει σαν θύμα της τρέλας, της ύβρης του δεσπότη του Ξέρξη. Κι όταν η Άτοσσα ρωτάει να μάθει ποιοί είναι τέλος πάντων αυτοί οι Έλληνες, ο ποιητής, με τη βαθύτητα της σοφίας του, κάνει να διατυπώνει την ερώτησή της μέσα στο σύνολο αναφοράς του ασιατικού δεσποτισμού : Ποιοί είναι οι Έλληνες = Σε ποιόν δεσπότη ανήκουν, και δεν δίνει την απάντηση περιγράφοντας τους ιδιαίτερους θεούς των Ελλήνων, τα έθιμά τους ή καν και τον τόπο τους, αλλά τους ορίζει με τούτο και μόνο με τούτο : οι Έλληνες είναι αυτοί που

οὔτινος δοῦλοι κέκληνται φωτὸς

οὐδ᾽ ὑπήκοοι.

Η « ελληνικότητα » του Ηρόδοτου βρίσκεται στη συμπάθεια, στο σεβασμό, στο θαυμασμό που δείχνει για τους ξένους λαούς που περιγράφει, στην αντικειμενικότητά του απέναντι στα πιο « εξωφρενικά », « τερατώδη », « ιδιόρρυθμα » έθιμά τους. Δεν φοβάται ο Ηρόδοτος να πει κατηγορηματικά ότι « όλα τα ονόματα των θεών τα πήραμε απ’τους βαρβάρους », εννοώντας, όπως φαίνεται αμέσως απ’τη συνέχεια του κειμένου : όλα τα ονόματα των θεών και τους θεούς τους ίδιους τους πήραμε απ’τους βαρβάρους (το αν κάνει λάθος από φιλολογική και ιστορική άποψη, είναι άλλο θέμα). Γιατί δεν φοβάται; Γιατί δεν έχει καμιά αμφιβολία για την « ταυτότητά » του την ελληνική. Θα χρειαστεί να περάσουν εφτά αιώνες, για να βρεθεί ένας υπήκοος της Ρώμης που η « ελληνική » του ταυτότητα είναι κυρίως γραμματολογική – ο Πλούταρχος – να τον κατηγορήσει ως « φιλοβάρβαρο ». Έτσι και τώρα, στο μέτρο που οι σημερινοί γραικύλοι αμφιβάλλουν βαθιά – και δίκαια – για την « ελληνική » τους ταυτότητα, φοβούνται να ζητήσουν στο καφενείο έναν τούρκικο καφέ.

Τώρα, είναι πραγματικά απαραίτητο να δανειστούμε ξένες ρίζες για φιλοσοφικούς ή αφηρημένους όρους; Ας συζητήσουμε από πιο κοντά το θέμα με μερικά παραδείγματα.

Είναι το προτσές απαραίτητο; Όχι, διαδικασία αρκεί. Είναι το νόρμα, που προτείνω, απαραίτητο; Γιατί όχι κανόνας; Γιατί κανόνας (regula) αντιστοιχεί στο règle, Regel κ.λπ. Norme (norma, équerre) είναι ο γνώμων. Αλλά αν προσπαθήσουμε να μεταφράσουμε normer, normatif, normativité κ.λπ. με παράγωγα (νεοκατασκευασμένα) του γνώμων, θα καταλήξουμε σε κατασκευάσματα ασαφή, αμφισήμαντα ή κακόηχα. Νορμίζω, νορμικός, νορμικότητα δεν έχουν τίποτα που να πειράζει το αυτί του έλληνα ομιλητή.

Μοντέλο, χρησιμοποιείται στην κοινή νεοελληνική. Γιατί απαγορεύεται να του δοθεί η λογική/επιστημονική/μαθηματική σημασία του modèle ; Υπόδειγμα δεν έχει την ίδια σημασία. « Το σύνολο των φυσικών αριθμών πραγματοποιεί ένα μοντέλο των αξιωμάτων του Πεάνο ». Αντικαταστείστε « μοντέλο » με υπόδειγμα, και η φράση από περίπου « αυτονόητη », γίνεται άτοπη, δεδομένου ότι υπόδειγμα έχει για μας μια χροιά αξιολόγησης. Όμοιοι λόγοι οδηγούν στη χρησιμοποίηση, με αφηρημένη σημασία, των φόρμα, φορμάρω, φιγούρα, φιγουράρω (πρβλ. πιο πάνω). Θέλω να προτείνω ρασιώνα (κατά το λεγεώνα, αλλά και καλαμιώνα κ.λπ.) και προβλέπω την εξέγερση. Γι’αυτό και, σ’αυτή τη μετάφραση, κουτσά-στραβά παρακάμψαμε τη δυσκολία με διάφορα τεχνάσματα. Αλλά ας το συζητήσουμε. Δεν φτάνουν τα διάνοια, νόηση, νους, λόγος; Όχι, δεν φτάνουν. Όχι μόνο γιατί χρειαζόμαστε αντίστοιχα για τα Verstand (entendement, διάνοια) και Vernunft (νους : οι γάλλοι υποχρεώθηκαν να το αποδώσουν με το απρόσφορο, εδώ, raison), γιατί νόηση βγαίνει από το νους και γιατί δεν βλέπω τον λόγο να προσθέσουμε μια απειροστή συν μία σημασία στις σημασίες του λόγος (άσε που logos χρειάζεται ελληνικό αντίστοιχο !), αλλά κυρίως γιατί ratio έχει πάρει, στη σημερινή δυτική φιλοσοφική γλώσσα, μια περιορισμένη και έντονα χρωματισμένη σημασία (όπως φαίνεται στη σύγχρονη χρησιμοποίηση των rationalisme, rationaliste – που αρνούμαι κατηγορηματικά να τα αποδώσω με τα « λογοκρατία » και « νοησιοκρατία »).

Μένει ένα τελευταίο επιχείρημα : αυτές οι καινούργιες λέξεις (είτε παράγωγες από ελληνικές ρίζες είτε από ξένες) θα ξενίσουν και θα εκνευρίσουν τον αναγνώστη, που δεν θα τις « καταλάβει ». Μα αυτός που διαβάζει ένα βιβλίο (ας υποθέσουμε εκλαϊκευτικό) φυσικής ή βιολογίας δεν εκνευρίζεται, όταν συναντάει τους όρους πρωτόνιο ή χρωματόσωμα. Γιατί αυτός που διαβάζει ένα κείμενο φιλοσοφικό θα πρέπει αναγκαία να εκνευριστεί συναντώντας τους όρους φάτις ή ενθαδικός; Βέβαια, τη φιλοσοφία τη θέλουμε όσο το δυνατό λιγότερο υπόθεση των « ειδικών ». Αυτό δεν σημαίνει πως ένα φιλοσοφικό κείμενο διαβάζεται σαν χρονογράφημα ή έστω και μυθιστόρημα. Όσο για το πρόβλημα της « κατανόησης » (στις περιπτώσεις όπου δεν δίνεται ρητή εξήγηση της λέξης), ένας όρος καινούργιος φωτίζεται προοδευτικά απ’τα συμφραζόμενα κι απ’τη χρήση του. Η σώρευση διαφορετικών σημασιών πάνω στην ίδια λέξη, αντίθετα, τείνει να διευκολύνει την ασάφεια και την σύγχυση (ας σκεφτούμε, π.χ., ακόμα το παράδειγμα του λόγος). Και είναι πολύ προτιμότερο να υποκινείται η προσοχή του αναγνώστη από έναν ασυνήθιστο όρο, απ’το να του δημιουργείται η απατηλή (και ολέθρια) εντύπωση ότι « καταλαβαίνει » γιατί η λέξη του είναι γνωστή – πράμα που τον εμποδίζει συνήθως να αντιληφθεί ότι χρησιμοποιείται με διαφορετική ή καινούργια σημασία.

Οι ανεπάρκειες και ελλείψεις αυτής της δουλειάς έχουν να κάνουν με τις ικανότητες, τις γνώσεις, την έμπνευση αυτών που καταπιάστηκαν μαζί της. Όχι με τις αρχές που ακολουθήσανε. Άλλοι, με περισσότερο χρόνο, γνώσεις και γλωσσοπλαστική (ή σωστότερα οροπλαστική) δύναμη, θα μπορούσαν να την κάνουν πολύ πιο επιτυχημένα. Αυτό είναι δευτερεύον. Το ουσιώδες είναι να ανοίξει ο δρόμος του εκσυγχρονισμού, του πλουτισμού, της ανάπτυξης της ελληνικής γλώσσας σαν γλώσσας σκέψης. Αν η προσπάθεια που κάναμε αφήσει κανένα όφελος, θα είναι της γλώσσας, και τα ψεγάδια δικά μας. Δισταγμός, λοιπόν, δεν χωράει.

11 Οκτωβρίου 1976

la_institucion_imaginaria_de_la_sociedad

Discussion

Pas encore de commentaire.

Laisser un commentaire

Catégories

Enter your email address to follow this blog and receive notifications of new posts by email.

Rejoignez les 60 autres abonnés